συμφυσώ

συμφυσώ
-άω, Α [φυσῶ]
1. φυσώ μαζί με άλλον
2. (κατ' επέκτ.) (για χαλκέα) φυσώντας τη φωτιά συντήκω, λειώνω στον ίδιο λέβητα («εἰ γὰρ τούτου ἐπιθυμεῑτε, θέλω ὑμᾱς συντῆξαι καὶ συμφυσῆσαι εἰς τὸ αὐτὸ ὥστε δύ' ὄντας ἕνα γεγονέναι», Πλάτ.)
3. (ειδικά) συγχωνεύω
4. μτφ. συνεργάζομαι με κάποιον
5. μέσ. συμφυσῶμαι, -άομαι
(για άνεμο) πνέω συγχρόνως
6. παθ. μτφ. κατασκευάζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”